- ἐυμμελίω
- ἐυμμελίηςarmed with good ashen spearmasc gen sg (epic)ἐυμμελίηςarmed with good ashen spearmasc gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εϋμμελίης — ἐϋμμελίης, ὁ, ιων. γεν. ἐϋμμελίω, δωρ. γεν. ἐϋμμελία (Α) οπλισμένος με καλό δόρυ από μελία, ικανός ακοντιστής, καλός πολεμιστής («Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εΰς + μελία «δόρυ από ξύλο μελιάς»] … Dictionary of Greek